Σάββατο 26 Απριλίου 2008

Η συγκεχυμένη θρησκευτικότητα της νεοελληνικής πραγματικότητας

Μεγάλη βδομάδα διανύουμε και δράττομαι της ευκαιρίας να ασχοληθώ με διάφορες πτυχές της πανθομολογουμένως ενδιαφέρουσας όσο και διαστροφικά αντιφατικής νεοελληνικής θρησκευτικότητας. Επειδή το θέμα είναι αρκετά δύσκολο, αγγίζει παράπλευρα πολλά ζητήματα και ανοίγει πολλά μέτωπα (συν το ότι πιθανόν να σας μπέρδεψα ακόμη περισσότερο με αυτόν τον στρυφνό πρόλογο) θα προσπαθήσω να το χωρίσω σε επιμέρους ενότητες , συναφείς ωστόσο ως προς την θεματολογία και την προβληματική τους. Πάμε λοιπόν.

Ταυτότητα: Χριστιανός Ορθόδοξος (;)

Όχι μην αφιονίζεστε μεγαλοβδομαδιάτικα, δεν πρόκειται να αναφερθώ στον περασμένο «ιερό πόλεμο» που είχε κηρύξει η Εκκλησία της Ελλάδος απέναντι στην τότε κυβέρνηση σχετικά με την αναγραφή ή μη του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Η ταυτότητα στην οποία αναφέρομαι είναι πολύ βαθύτερη και ουσιώδης. Έχει να κάνει με τον αυτοπροσδιορισμό του σύγχρονου ανθρώπου και εν προκειμένω του Έλληνα, ως πνευματική οντότητα, ως κτίσμα, ως κορωνίδα της Δημιουργίας ή πολύ απλούστερα, και αβάσταχτα μελαγχολικά, ως μια τυχαία διακύμανση του τίποτε, απλής αστρόσκονης.

Σε κάθε περίπτωση το ερώτημα περί θρησκευτικότητας, όταν τίθεται με σοβαρότητα και εντιμότητα μετατρέπεται άμεσα σε ερώτημα περί αληθείας. Η απάντηση που θα δώσει ο κάθε άνθρωπος (θα έπρεπε να) δίνει μια πολύ καλή ιδέα στο συνομιλητή του για το ποιος είναι, που πορεύεται, ποια είναι η κοσμοθέαση του και ποιος ο τελικός προορισμός, η Ιθάκη του. Συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο σήμερα; Ο άνθρωπος που δηλώνει Χριστιανός, που δηλώνει πιστός, που δηλώνει μέλος της εκκλησίας είναι ειλικρινής; Ή τουλάχιστον, ξέρει τι συνεπάγεται μια τέτοια δήλωση;

Δεν έχω κάποια πρόσφατη έρευνα περί θρησκευτικότητας στην Ελλάδα στα χέρια μου αυτή τη στιγμή. Θυμάμαι όμως αρκετά καλά πως έρευνα της ICAP στα τέλη του 2005 αποκάλυπτε πως η Ελλάδα ανήκει στις πλέον θρησκευόμενες χώρες του κόσμου, με το 86% των πολιτών της να δηλώνουν ότι πιστεύουν στην ύπαρξη Θεού και την συντριπτική πλειοψηφία εξ αυτών να δηλώνουν Χριστιανοί. Στην ίδια έρευνα αν δεν κάνω λάθος (όποιος αναγνώστης έχει καλύτερη μνήμη από τον γράφοντα ας φιλοτιμηθεί να με διορθώσει), όταν ζητούσε από τους θρησκευόμενους Χριστιανούς να απαντήσουν αν πιστεύουν ότι ο Χριστός είναι υιός το Θεού και αν πιστεύουν στην ανάσταση του ένα πολύ μεγάλο μέρος απαντούσε αρνητικά! Και διερωτώμαι, τι νόημα έχει να δηλώνεις πιστός σε μια θρησκεία της οποίας δε συμμερίζεσαι το βασικότερο δόγμα (χριστολογικό) και το κομβικότερο σημείο των ιερών κειμένων της; Πράγμα που με φέρνει στην επόμενη ενότητα.

Ο εκφυλισμός της θρησκείας ως ιδεολογία και ο Θεός a la carte

Εφόσον λοιπόν στερήσει κάποιος από τον Χριστιανισμό την ίδια την έννοια του θεανθρώπου τον έχει απογυμνώσει καθαρά και ξάστερα από τον δογματικό πυρήνα του. Πλέον δεν μιλάμε για Χριστιανισμό , και δη ορθόδοξο, αλλά για μια φιλελεύθερη, νεοεποχίτικη, μετανεωτερική, ελαφρώς απωνατολίτικη (και πολλά άλλα λιγότερο ή περισσότερο ταιριαστά) φιλοσοφία/ιδεολογία που μάλλον γέρνει επικίνδυνα προς τον χαρακτηρισμό ιδεολόγημα. Η έννοια της χριστιανικής θρησκείας μικραίνει, συρρικνώνεται επικίνδυνα, εκφυλίζεται αγχωτικά πολύ αν της αφαιρέσει κανείς τις θεολογικές ρίζες της και την δει ως μια ιδεολογία αγάπης και αλληλοκατανόησης. Φαντάζομαι πως ακόμα και αν ο Νίτσε δε θα ήταν πλήρως ικανοποιημένος καθώς δε σκοτώσαμε ακόμα το Θεό, θα χαμογελούσε σίγουρα κάτω από τα παχιά μουστάκια του γνωρίζοντας ότι τον κάναμε ένα θεό-πίτσα ή ένα θεό a la carte αν θέλετε. Ο καθένας μας επιλέγει ποια στοιχεία του θεού νομίζει ότι τον βρίσκουν σύμφωνο, ποια χαρακτηριστικά είναι τα πλέον λογικά ή ελκυστικά, ποια παρέχουν την κατ’ εμάς ορθότερη κοσμοθέαση και αναλόγως φτιάχνουμε κατά παραγγελία τον ιδανικότερο, πλήρως εξατομικευμένο, υποκειμενικά τέλειο Θεό. Έτσι λοιπόν μπορούμε να πιστεύουμε σε περίπου όποιο δόγμα επιθυμούμε, να αποδίδουμε τον χαρακτηρισμό «θεάρεστες» σε όλες τις πράξεις που είναι σύμφωνες με την προσωπική ηθική μας πυξίδα, να αγνοούμε επιδεικτικά τα ιερά κείμενα, και να κάνουμε τον εκκλησιασμό μια φολκλορική ανάπαυλα ανάμεσα στο Σαββατοβραδινό γλεντοκόπι και την Κυριακάτικη επίσκεψη στο γήπεδο (το οποίο είναι ο πλέον θρησκευτικός χώρος εν Ελλάδι, με άφθονους πιστούς, πληθώρα ψαλμωδιών και αρκετές φορές καπνούς από ποικιλόχρωμα λιβανωτά να κατακλύζουν την ατμόσφαιρα). Πως αλλιώς να εξηγηθεί το ότι πλήθος αυτοπροσδιοριζόμενων Χριστιανών πιστεύουν συγχρόνως σε προηγούμενες και επόμενες ζωές, στη δυνατότητα πρόβλεψης των μελλούμενων, είναι υπέρ της θανατικής ποινής, δεν πηγαίνουν εκκλησία επειδή έχει πολύ κόσμο (!?!) και πολλά άλλα…

Μη θεωρηθεί ότι το φαινόμενο αυτό είναι «μοναδικά ελληνικό» και άλλα τέτοια γραφικά. Μας αρέσει ως Έλληνες να θεωρούμε τους εαυτούς μας ξεχωριστούς αναφορικά με το καλύτερο και το χειρότερο, όμως τα πράγματα δεν είναι (πάντα) έτσι. Φαινόμενα αποχριστιανισμού αλλά και θρησκευτικής ή υπερθρησκευτικής σύγχυσης και σύνθεσης υπάρχουν παντού στην Ευρώπη. Χαρακτηριστικό ένα άρθρο που διάβασα στο περιοδικό Σύναξη πριν από μερικούς μήνες όπου ένας Γάλλος θεολόγος παίρνοντας για ερευνητικούς σκοπούς συνεντεύξεις από ζευγάρια που οσονούπω θα δένονταν με τα δεσμά του θρησκευτικού γάμου διαπίστωσε ότι ελάχιστοι ήταν αυτοί που πίστευαν έστω ότι ο Χριστός αποτελούσε ιστορικό πρόσωπο (!!!) πόσο μάλλον ότι ήταν γιος του Θεού, και ότι έβλεπαν τον χριστιανισμό σαν μια όμορφη φιλοσοφία μη βίας. Το ερώτημα περί αληθείας φαίνεται ότι απουσιάζει πλήρως από την έννοια της θρησκευτικότητας όπως την αντιλαμβάνεται πλέον ο μέσος Ευρωπαίος και ιδιαίτερα ο Έλληνας.

Ο παραδοσιακός πιστός, ο trendy πιστός και ο μεταστραφείς

Για να μην κατηγορηθώ για λογοκλοπή ή έστω κρυφομνησία να αναφέρω ότι η ουσία της ακόλουθης κατηγοριοποίησης (αν και όχι ή εκάστοτε «ταμπέλα») ανήκει στον προαναφερθέντα Γάλλο θεολόγο (θα μου πείτε ότι δεν αναφέρω το όνομα αλλά τι να κάνουμε, ου γαρ έρχεται μόνον…)

Θα μπορούσαμε λοιπόν, με όλη την απλουστευτικότητα και την γενικότητα που ενέχει η κάθε κατηγοριοποίηση, να διακρίνουμε τρία βασικά είδη θρησκευόμενων ανθρώπων. Ο πρώτος είναι ο παραδοσιακός πιστός. Αυτός ο οποίος επειδή η οικογένεια, η κοινωνία, το πολιτιστικό περιβάλλον τον έμαθαν ότι η τάδε θρησκεία είναι κάτι καλό (η ακόμη απλούστερα, επειδή δεν του έμαθαν και τίποτε άλλο) θεώρησε πως είναι ένας είδος κοινωνικής του υποχρέωσης να βοηθήσει στη διαιώνιση ή τουλάχιστον την προσωρινή επιβίωση ενός πράγματος που δεν καταλαβαίνει κι ο ίδιος καλά. Συνεπώς, μην μπορώντας να δει τον εαυτό του κάτω από ένα έστω λίγο διαφοροποιημένο πλαίσιο θα υπερασπιστεί τις συνήθως ημιμαθείς αντιλήψεις του με γερές δόσεις από παθιασμένο, ξεστρατισμένο ευσεβισμό. Ενίοτε θα καταφύγει και σε μια απολύτως «λογιστική» ή σπιριτουαλιστική, αναχωρητική αντιμετώπιση του θρησκεύεσθαι, απομονώνοντας το πλήρως από τον κοινωνικό του βίο και συνθλίβοντας την χριστιανική έννοια της εκκοσμικευμένης μαρτυρίας.

Ο δεύτερος είναι ο trendy πιστός. Θα συνδέσει, θα κόψει, θα ράψει, με εκλεκτικότητα, με κάποια ίχνη κριτικού πνεύματος και αυξημένα αυτοεγκωμιαστική διάθεση και περιπετειώδες πνεύμα δόγματα, λατρευτικά και δοξαστικά στοιχεία από ένα πλήθος θρησκειών, αιρέσεων μέχρι και Τολκινικών συγγραμμάτων. Θα πάει ίσως στην εκκλησία, θα κάνει τη γιόγκα του, θα κοτσάρει ένα Βούδα στο σαλόνι και στον ελεύθερο χρόνο του θα εξασκεί τις ικανότητες του στη σπαθασκία κραδαίνοντας το Anduril, Flame of the West. Πέρα από την πειραχτική υπερβολή της προηγούμενης πρότασης, υπάρχει ένα σημαντικό κομμάτι ανθρώπων που όντως δημιουργούν (τις περισσότερες φορές χωρίς να το καταλαβαίνουν ούτε οι ίδιοι) τις προσωπικές τους θρησκείες που αποτελούν ένα παράδοξο αμάλγαμα ετερόκλητων μεταξύ τους στοιχείων.

Προσωπικά φρονώ ότι στην περίπτωση της Ελλάδας, ένα πολύ μεγάλο μέρος των «πιστών» βρίσκεται κάπου μεταξύ των δύο ανωτέρω κατηγοριών.

Το τρίτο είδος είναι ο μεταστραφείς. Δεν υπάρχει πιο ταιριαστή λέξη για να εκφράσει αυτή την κατηγορία. Αναφέρεται στους ανθρώπους που οπλισμένοι με ψυχικό σθένος και ακμαία την κριτική τους ικανότητα τόλμησαν να θέσουν στον εαυτό τους το ερώτημα περί αληθείας και αποπειράθηκαν να αναζητήσουν την απάντηση δίχως να εκπέσουν στις εύκολες λύσεις μιας δήθεν εκλεκτικής και βαθειά εγωιστικής υποκειμενικότητας, χωρίς ωστόσο να απεμπολήσουν το αναφαίρετο δικαίωμα όσο και χρέος τους να ερμηνεύουν ότι μαθαίνουν και ανακαλύπτουν. Πέρα όμως από αυτή την πνευματική διαδικασία, αυτό που ξεχωρίζει τον μεταστραφέντα είναι η αποκάλυψη. Η βίωση αυτής της βαθιά μεθυστικής, της μυστηριακής ένωσης με το Θεό που διαλύει τα ομιχλώδη πέπλα της αμφιβολίας έστω για λίγες μονάχα στιγμές. Όταν ο οισοφάγος της λογικής μας ανοίγει αρκετά για να επιτρέψει στην Αλήθεια να κατέβει μαλακά και να γλυκάνει τα σπλάχνα μας.

Όπως φαντάζομαι καταλάβατε εφόσον είχατε το κουράγιο και το χρόνο να διαβάσετε μέχρι αυτό το σημείο, το (ελλειμματικό) κείμενο αυτό δε φιλοδοξεί να δώσει απαντήσεις στα ούτως ή άλλως δύσπεπτα ερωτήματα που τέθηκαν. Ούτε και αυτοπεριορίζεται σε μια κλαψιάρικη αποτίμηση ενός αν μην τι άλλο αντιφατικού θρησκευτικού περιβάλλοντος. Το μόνο που θέλησε ήταν να προκαλέσει μια αφορμή για σκέψη ώστε ο καθένας από μας να προσπαθήσει να αναλογιστεί τη δικιά του απάντηση στο ερώτημα περί αληθείας και να αναθεωρήσει εφόσον χρειαστεί, τους προσδιορισμούς που αποδίδει στον εαυτό του και στους άλλους γύρω από τη θρησκευτικότητα και την πίστη.

Καλή Ανάσταση αδέρφια.

*Ζητώ συγγνώμη και συγχρόνως ευχαριστώ βαθειά το Δάσκαλο μου, κύριο Θανάση Παπαθανασίου τον οποίο υποκλέπτω διαρκώς και αναίσχυντα, καθώς η σκέψη του και ο λόγος του έχουν μπολιάσει τα αντίστοιχα δικά μου σε θέματα θεολογικά και όχι μόνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: