Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2008

Μεγαλωμένοι στο Διαδίκτυο

Σαφής και γενικά αποδεκτός ορισμός για τον όρο «γενιά» και συνακόλουθη αποσαφήνιση των κριτηρίων των καθοριστικών διακριτικών γνωρισμάτων της κάθε γενιάς δεν έχει μέχρι στιγμής δοθεί. Είναι άλλωστε όρος κοινωνιολογικός και πάνω από όλα δυναμικός συνεπώς η δυσκολία του προαναφερόμενου εγχειρήματος δεν είναι δα και μικρή.
Αυτό που μπορεί να ειπωθεί με κάποια σιγουριά είναι πως οι διάδοχοι της περίφημης Generation X (τους σημερινούς 50ρηδες που ο νεανικός βίος τους είχε ως ορόσημο τις κοινωνικοπολιτικές επαναστάσεις : Αμερικανικό αντιπολεμικό κίνημα, Μάης του 68 στη Γαλλία, Πολυτεχνείο στην Ελλάδα κλπ) είναι η καλούμενη Γενιά του Διαδικτύου (ΓτΔ), η internet generation. Αποτελείται από τους σημερινούς έφηβους, γεννημένους ανάμεσα στα τέλη της δεκαετίας του 80 και εντεύθεν, με την πλειοψηφία αυτών να ανήκει στην (μικρο-) αστική τάξη και μεγαλωμένους μέσα σε ένα περιβάλλον γρήγορου, εύκολα προσβάσιμου, ανεπτυγμένου και οικονομικά προσιτού διαδικτύου. Οι δυνατότητες που παρέχει ο κυβερνοχώρος στον κάθε χρήστη είναι πολυάριθμες και πολυφασματικές, καλύπτοντας (;) ένα σημαντικό κομμάτι των αναγκών για ενημέρωση, διασκέδαση, επικοινωνία ακόμα και μάθηση.
Η διαπίστωση αυτή αποκτά μεγαλύτερη ισχύ όταν αφορά χρήστες της γενιάς του διαδικτύου οι οποίοι όντας κατ’ ουσία γαλουχημένοι μέσα στα δαιδαλώδη μονοπάτια του internet και μαθαίνοντας από πολύ μικρή ηλικία να κάνουν χρήση της πληθώρας των παρεχόμενων διαδραστικών δυνατοτήτων γίνονται οι πρώτοι άνθρωποι για τους οποίους το διαδίκτυο αποτελεί όχι απλά ένα χρονικά σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητας τους αλλά ένα μέσο το οποίο οδηγεί με «βιωματικό» τρόπο στη δόμηση της προσωπικότητας τους. Στο παρόν κείμενο γίνεται μια , πιθανόν πρόωρη αλλά σίγουρα όχι αχρείαστη, απόπειρα παράθεσης των προβληματισμών που ανακύπτουν από την τελευταία αυτή εξέλιξη. Οι παράγραφοι που ακολουθούν αφορούν πρωταρχικά την Ελλάδα (η οποία λόγω τεχνολογικών αιτιών έχει κάποια διαφορά φάσης σε σχέση με τον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο σε ότι έχει να κάνει με διαδικασία της κοινωνικής ζύμωσης μέσα από την οποία θα αποκρυσταλλωθούν τα χαρακτηριστικά της ΓτΔ) όμως εν γένει, η ανάλυση μπορεί να επεκταθεί και στις υπόλοιπες τεχνολογικά ανεπτυγμένες χώρες.

Δυνατότητες και χρήσεις

Από πολύ μικρή ηλικία και με ιδιαίτερο ζήλο και επιδεξιότητα, η ΓτΔ επιδίδεται καθημερινά και επί αρκετές ώρες στην χρήση του Διαδικτύου. Η συνεχής βελτίωση των λειτουργικών συστημάτων των ηλεκτρονικών υπολογιστών, η απλοποίηση των λογισμικών μέσω φιλικών προς το χρήστη περιβαλλόντων εργασίας και η κυριαρχία των ευρυζωνικών δικτύων, έχουν μετατρέψει την ενασχόληση με το διαδίκτυο απλή υπόθεση για τους τεχνολογικά οξυδερκείς παίδες και έφηβους του σήμερα.
Θεωρητικά το διαδίκτυο παρέχει δύο διακριτές κατηγορίες δυνατοτήτων/υπηρεσιών στο χρήστη: ενημέρωσης και διασκέδασης (ο όρος «διασκέδαση» αντί του «ψυχαγωγία» χρησιμοποιείται σκόπιμα και ίσως ελαφρώς προβοκατόρικα). Στην πρώτη κατηγορία θα μπορούσαμε να κατατάξουμε την ανάγνωση μια ηλεκτρονικής εφημερίδας, ενός ιστολογίου (blog), την παρακολούθηση μαγνητοσκοπημένων μεταδόσεων ενός ειδησεογραφικού πρακτορείου, την εύρεση ενός λήμματος σε μια ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ή λεξικό και γενικά την εύρεση συγκεκριμένων πληροφοριών, ενώ στη δεύτερη κατηγορία αντίστοιχα ανήκουν η συμμετοχή σε μαζικά ηλεκτρονικά παίγνια (gaming) όπως π.χ. τα διάσημα πλέον MMORPG (massive multiplayer online role playing games), η συμμετοχή σε μια διαδικτυακή αγορά (foruming), η ηλεκτρονική συνομιλία σε «δωμάτια διαλόγου» (chatting), ακόμα και η άσκοπη αναζήτηση για κάτι ενδιαφέρον (net surfing, browsing).
Στην πράξη πάντως αποδεικνύεται ότι οι δραστηριότητες των μελών της ΓτΔ κλίνουν κατά συντριπτική πλειοψηφία προς τη διασκέδαση, αγνοώντας επιδεκτικά την ενημέρωση. Αυτό φυσικά είναι μια διαπίστωση απολύτως (;) ερμηνεύσιμη καθότι όπως προαναφέρθηκε, κάνουμε λόγο για άτομα που σήμερα έχουν ηλικίες 12-19 ετών. Του λόγου το αληθές μπορεί να αντιληφθεί οποιοσδήποτε δοκιμάσει να κάνει μια έντιμη συζήτηση με κάποια από αυτά τα παιδιά/νέους ή απλούστατα επισκεφτεί ένα κεντρικό internet cafe.

Προβληματισμοί

Σύμφωνα με τα ανωτέρω λοιπόν, μπορούμε σε άπταιστα νεοελληνικά να πούμε ότι η ΓτΔ ασχολείται ως επί το πλείστον με το gaming, το foruming, το chatting και το browsing. Το ρήμα «ασχολείται» πιθανώς να υποτιμά το χρόνο που αφιερώνει, την ένταση και ψυχολογική σημαντικότητα την οποία η ΓτΔ αποδίδει σε αυτές τις δραστηριότητες. Επιστημονική έρευνα που να παρέχει μια ακριβή στατιστική αποτύπωση και ποιοτική ανάλυση του φαινομένου ώστε να επιβεβαιώνεται ή να διαψεύδεται η προηγούμενη πρόταση δεν υπάρχει στην Ελλάδα εξ όσων γνωρίζω. Μια προσωπική και εντελώς ερασιτεχνική απόπειρα ιχνηλασίας μέσα από το διάλογο και κάποιες άτυπες συνεντεύξεις με μέλη της ΓτΔ με οδήγησε στα ακόλουθα:

i.Περισσότερα από 1 στα 3 μέλη της ΓτΔ ξοδεύει από 3 έως και 8 ώρες καθημερινά «online».
ii.Το gaming και το chatting είναι μακράν οι κυρίαρχες διαδικτυακές τους δραστηριότητες.
iii.Μεγάλο (έως και ολόκληρο) το όποιο χαρτζιλίκι ή ταπεινό εισόδημα δαπανάται για την αγορά εξαρτημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, λογισμικού, προγραμμάτων ή στα internet cafe.
iv.Πρόκειται για παιδιά που ανήκουν στις μικρομεσαίες κοινωνικοοικονομικές ομάδες.

Επί αυτής της βάσης και θεωρώντας καλή τη πίστη ότι ως ένα βαθμό αντανακλά την σύγχρονη πραγματικότητα ανακύπτουν διάφοροι προβληματισμοί.

Πρώτος και καλύτερος δεν είναι άλλος από μια τάση αποξένωσης, απομόνωσης, μια γενικότερη διάθεση ανεξαρτητοποίησης που αγγίζει σε σπάνιες περιπτώσεις την έννοια της αυτοπεριθωριοποίησης ή για να το πούμε λιγότερο βαρύγδουπα, μια ροπή προς της επικράτηση απρόσωπων και ασώματων δομών επικοινωνίας η οποία ολοένα και περισσότερο κυριαρχεί σε αυτούς τους νέους. Μπορεί να παίζουν, να διαδρούν, να συγκροτούν ομάδες και «φατρίες» με ανθρώπους διαφόρων ηλικιών, φύλων, φυλών, εθνικοτήτων, οικονομικών στρωμάτων από όλη την Ελλάδα και τον κόσμο μέσα από τα ιντερνετικά παιχνίδια και τα chat rooms όμως αυτή η επικοινωνία είναι αρχικά (και σχεδόν πάντα έτσι παραμένει) λειψή, επιπόλαια, εκ του ασφαλούς καθώς γίνεται εξ αποστάσεως, με διάθεση σχεδόν άνευ όρων αποδοχής καθώς εκλείπουν οι οσμές που αναδίδει η «ανθρωπίλα» του αγγίγματος και της κατ’ ιδίαν επαφής.
Επιπλέον, στο διαδίκτυο ο καθένας μπορεί να χτίσει μια παραπλανητική προσωπική «εικόνα» η οποία να αντιστοιχεί όχι στο ποιος είναι ο χρήστης αλλά στο ποιος θα ήθελε να είναι, αποδίδοντας στο ηλεκτρονικό του δημιούργημα (είτε αυτό είναι κάποιος επιβλητικός μαχητής σε ένα παιχνίδι είτε ο συνδυασμός ενός trendy ψευδωνύμου και μιας εικόνας σε ένα φόρουμ ή chat room) όλες εκείνες τις φυσικές και πνευματικές ιδιότητες που θα ήθελε να έχει ο ίδιος. Αποκτά έτσι μια μοναδική δύναμη, γινόμενος ένας μικρός ηλεκτρονικός θεός που πλάθει ένα τέλειο κατά τη λογική και την αισθητική του ον το οποίο θα είναι λυτρωμένο από τα προσωπικά του ψεγάδια, βγάζοντας τον ίδιο από τη δυσάρεστη θέση της διαρκούς προσωπικής ενδοσκόπησης που απαιτούν η αυτοβελτίωση και αυτοπραγμάτωση. Μέσα δε από μια ιδιότυπη διαδικασία ταύτισης πιθανώς ο χρήστης να αρχίσει να πείθεται ότι στην πραγματικότητα οι ιδιότητες του κτίσματος του μεταβιβάζονται με ένα μαγικό τρόπο στο δημιουργό. Συνεπώς η επικοινωνία δεν είναι μόνο ελλιπής αλλά ακόμα και ανέντιμη, ψευδής, με μόνο στόχο την ατομική ικανοποίηση και χωρίς το ρίσκο της ουσιώδους συνάντησης.
Ένα παράπλευρο ζήτημα είναι και η πολύωρη ενασχόληση παιδιών και εφήβων με ιδιαιτέρως βίαια διαδικτυακά παιχνίδια. Είναι φυσικά θέμα αρκετά ευρύτερο από τα του διαδικτύου και επιπλέον σε αντίθεση με τις άλλες πτυχές που αναφέρθηκαν υπάρχει κάποιο υπόβαθρο ακαδημαϊκής μελέτης, η οποία εν γένει καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει θετική συσχέτιση ανάμεσα στην επιθετική και αντισυμβατική συμπεριφορά και την πολύωρη χρήση βίαιων video games. Να προσεχθεί σε αυτό το σημείο ότι οι μελέτες μιλούν για θετική συσχέτιση χωρίς να κάνουν λόγο για την αιτιότητα, δηλαδή δεν έχουν καταφέρει να ρίξουν φως στο ερώτημα αν ένα παιδί ή έφηβος ο οποίος έχει αναπτύξει επιθετική και αντικοινωνική συμπεριφορά για άλλους λόγους (οικογενειακούς, κοινωνικούς κλπ) ασχολείται με αυτά τα παιχνίδια για να διοχετεύσει εκεί τα αρνητικά του συναισθήματα ή αν αντίθετα τα παιχνίδια αυτά μπορούν να αλλοιώσουν την ψυχοπνευματική συγκρότηση κατά τα άλλα υγειών ατόμων. Όπως και να έχει δεν πρέπει να αγνοηθεί ένα θέμα που έχει τόσο σημαίνουσες επιπτώσεις.
Το γεγονός ότι πλειοψηφικά τα άτομα αυτά ανήκουν στα χαμηλά και μεσαία επίπεδα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης σίγουρα θα κάνει τον καθένα να σκεφτεί ότι για αυτά τα παιδιά η συγκεκριμένη διασκέδαση είναι αρχικά μονόδρομος (ο οποίος μπορεί να καταλήγει σε αδιέξοδο). Όντας εγκλωβισμένοι σε τσιμεντένιες, μη βιώσιμες πόλεις όπου απουσιάζει το περιβάλλον, τα πάρκα, οι χώροι άθλησης ενώ συγχρόνως πολλοί άλλοι τρόποι διασκέδασης είναι απαγορευτικοί για το βαλάντιο τους (τουλάχιστον σε μεγάλη συχνότητα) στρέφονται στην τηλεόραση και το διαδίκτυο προτιμώντας πλέον το τελευταίο καθώς πέρα από την πολλαπλότητα χρήσεων τους παρέχει και μια μεγαλύτερη αίσθηση ενεργητική δράσης σε αντιδιαστολή με τον παθητικό δέκτη-τηλεορασόπληκτο. Προκύπτει δηλαδή και το γενικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν παιδιά και νέοι στη χώρα μας οι οποίοι πέραν της διάθεσης, δεν έχουν ούτε τις υποδομές, ούτε τους πόρους και με τους σύγχρονους ρυθμούς ζωής ούτε καν αρκετό χρόνο να ασχοληθούν με κάτι πιο δημιουργικό και "κοινωνικό" από το διαδίκτυο. Αυτό δε το γεγονός με τη σειρά του δεν είναι απίθανο να τους οδηγήσει σε μια περισσότερο υλιστικά κυνική αντιμετώπιση της ζωής με ότι αυτό συνεπάγεται στο κοινωνικό εποικοδόμημα.
Αναμφίβολο πάντως είναι ότι σε μια ηλεκτρονική βιβλιοθήκη που αριθμεί τρισεκατομμύρια σελίδες και έχει δισεκατομμύρια χρήστες τα ερεθίσματα που μπορεί να δεχθεί ο οποιοσδήποτε νεαρός σε ηλικία χρήστης είναι ποικίλα. Όταν οι Γάλλοι εγκυκλοπαιδιστές έλεγαν πως στις σελίδες του έργου τους μπορούσε κανείς να βρει «από μία βελόνα ως ένα κανόνι» προφανώς δε μπορούσαν ούτε στην πιο τρελή τους φαντασία να διανοηθούν το διαδίκτυο. Το να χρησιμοποιήσει κανείς λοιπόν το ίντερνετ ως εργαλείο και όχι ως όπλο (το οποίο μπορεί να στρέψει σε κάποιον τρίτο ή στον ίδιο του τον εαυτό) είναι κυρίως θέμα αυτοελέγχου και τυχαιότητας. Το ερώτημα που εύλογα τίθεται είναι αν η πρώτη γενιά «γεννημένη» και σίγουρα μεγαλωμένη μέσα στο διαδίκτυο έχει την οξυδέρκεια και την ωριμότητα να κάνει τη σωστή χρήση.
Τέλος θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει και τους κώδικες επικοινωνίας, τις διάφορες ιδιολέκτους που σχηματίζονται σε αυτές τις ομάδες. Η πλέον γνωστή είναι η χρήση ελληνικού λεξιλογίου γραμμένου με το λατινικό αλφάβητο (greenglish) και με συχνή χρήση αδόκιμων αρκτικόλεξων (lol= laugh out loud, soz=sorry ,bb=bye bye κλπ). Προφανώς αυτό αποτελεί τροχοπέδη στη σωστή εκμάθηση και χρήση της ελληνικής γλώσσας. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι παιδιά 12-13 ετών μου ανέφεραν ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου λόγω του καθημερινού chat ορισμένες φορές μπορεί στο σχολείο να γράψουν το «ξ» ως «κσ» πχ «κσύλο» το οποίο φυσικά συμβαίνει επειδή στο λατινικό αλφάβητο δεν υπάρχει γράμμα που να ανταποκρίνεται στον ήχο του «ξ» και συνεπώς αντικαθίσταται από το «ks» !

Πρόσκληση και πρόκληση

Το παρόν κείμενο δεν φιλοδόξησε να κρούσει κάποιο σήμαντρο κινδύνου ή να γίνει τάχα μια κασσάνδρεια προφητεία που χαιρέκακα περιμένει την επιβεβαίωση της. Μοναδική επιθυμία του γράφοντος είναι να δώσει μια αφορμή προβληματισμού για ένα ζήτημα το οποίο έχει εξαιρετικά μεγάλες διαστάσεις και σημαντικές συνέπειες και κυρίως, το οποίο σχεδόν κανείς δε φαίνεται να αναγνωρίζει ή να συζητά αλλά απλά να αποδέχεται σα να πρόκειται για ένα φυσικό φαινόμενο όπως η οφειλόμενη στη βαρύτητα πτώση ενός μήλου. Το διαδίκτυο είναι ένα συγκλονιστικό, υπερχρήσιμο εργαλείο με αφάνταστες δυνατότητες. Είναι όμως επίσης άναρχο και εθιστικό, συνεπώς κακή χρήση του μπορεί να αποδειχθεί πολλαπλώς επιβλαβής για το άτομο και την κοινωνία. Οι υποκειμενικές αυτές διαπιστώσεις αποτελούν μια πρόσκληση για τη διεξαγωγή σοβαρών μελετών και ημερίδων που θα καταδείξουν τις αληθινές διαστάσεις του θέματος και θα προτείνουν τρόπους αντιμετώπισης των όποιων παθογενειών ενώ ταυτόχρονα στοιχειοθετούν την ύπαρξη μιας πρόκλησης που θα επιζητήσει νωρίτερα από ότι φανταζόμαστε λύσεις.